- χόνδρων
- χόνδροςgranulemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χονδρῶν — χονδρός granular fem gen pl χονδρός granular masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχονδροπλαστία — η παθολογική διαταραχή στον σχηματισμό τών χόνδρων στην οστέωση … Dictionary of Greek
εκχόνδρωση — η 1. ιατρ. φλεγμονώδες εξόγκωμα τών χόνδρων τού σώματος που προέρχεται από ερεθισμό (σε χρόνιες αρθρίτιδες) 2. τεχνολ. η προκαταρκτική μηχανουργική εργασία, κν. ξεχόνδρισμα … Dictionary of Greek
ετεροτοπία — η ιατρ. η εμφάνιση φυσιολογικών κατά τα άλλα ανατομικών στοιχείων (π.χ. ιστού, χόνδρων, δοντιών, αδένων, δερμο επιδερμικών στοιχείων κ.ά.) σε μέρη τού σώματος όπου η παρουσία τους δεν είναι φυσιολογική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
κερατοειδής — ές (ΑΜ κερατοειδής, ές) 1. αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που μοιάζει με το κέρατο ως προς το σχήμα («α. κερατοειδεῑς γωνίαι» β. «το κερατοειδὲς τῆς σελήνης») 2. φρ. ανατ. «κερατοειδής χιτώνας» ή «κερατοειδής υμένας» ο εμπρόσθιος εξώτατος… … Dictionary of Greek
κροτώνη — κροτώνη, ἡ (Α) [κροτών] 1. σκληρή απόφυση δέντρου και ειδικά τής ελιάς 2. στον πληθ. αἱ κροτῶναι κομμάτια χόνδρων στα βρόνχια τών πνευμόνων … Dictionary of Greek
λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… … Dictionary of Greek
μεσοχόνδριος — α, ο, θηλ. και ος αυτός που βρίσκεται ή γίνεται μεταξύ τών χόνδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * χόνδρος (πρβλ. υπο χόνδριος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
νανισμός — Ανωμαλία που χαρακτηρίζεται βασικά από μειωμένη ανάπτυξη του ύψους και του βάρους του σώματος, σε σχέση με τον φυσιολογικό μέσο όρο ανάπτυξης που μας παρέχεται από τις στατιστικές για μια ορισμένη φυλή, ηλικία και φύλο. Οι τιμές του αναστήματος… … Dictionary of Greek